- μονοίκια
- η бот. однодомность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μονοίκια — μονοίκια, τὰ (Μ) αγροτικές παροικίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + οίκια, πληθ. τού οίκιον (< οἶκος), πρβλ. επ οίκιον, μετ οίκιον] … Dictionary of Greek